- προσσκαλεύω
- προσσκᾰλεύω, in [voice] Pass.,A to have one's teeth scraped, Hp.Epid.6.6.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσσκαλεύω — Α (κυρίως το παθ.) προσσκαλεύομαι έχω ξύσει τα δόντια μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + σκαλεύω «ανασκαλεύω, ξύνω, σκαλίζω»] … Dictionary of Greek